κρυοπάγημα

κρυοπάγημα
το отмораживание; обмораживание;

παθαίνω κρυοπάγήματα — обмораживаться;

έχω κρυοπάγήματα στα πόδια — у меня обморожены ноги


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κρυοπάγημα" в других словарях:

  • κρυοπάγημα — Το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται σε ιστούς του σώματος ως συνέπεια της τοπικής επίδρασης του ψύχους. Το κ. προσβάλλει συχνότερα τα άκρα, τη μύτη, τα αφτιά, τα χέρια και τα πόδια. Η έκθεση του ανθρώπινου σώματος σε χαμηλές θερμοκρασίες… …   Dictionary of Greek

  • κρυοπάγημα — το, ατος η νέκρωση των άκρων του ανθρώπινου σώματος, ξεπάγιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρουστάλλιασμα — το [κρουσταλλιάζω] 1. (για υγρό) πάγωμα, πήξη, στερεοποίηση 2. (για μέλη τού σώματος) ψύξη, κοκάλιασμα 3. κρυοπάγημα …   Dictionary of Greek

  • μάλκη — μάλκη, ἡ (Α) 1. η νάρκη, το μούδιασμα που προκαλείται στα μέλη τού σώματος λόγω υπερβολικού ψύχους 2. χιονίστρα, κρυοπάγημα, ξεπάγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το μαλακός* προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες] …   Dictionary of Greek

  • κρυοπαγώ — ησα, παθαίνω κρυοπάγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»